- αναγκαστήρ
- ἀναγκαστήρ, ο (Α)αυτός που εξαναγκάζει, που επιβάλλει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη.ΠΑΡ. αρχ. ἀναγκαστήριος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναγκαστῆρες — ἀναγκαστήρ one that constrains masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… … Dictionary of Greek
αναγκαστήριος — ἀναγκαστήριος, α, ον (Α) ο αναγκαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀναγκαστήρ «αυτός που αναγκάζει» < ἀναγκάζω] … Dictionary of Greek